- συστοίχου
- σύστοιχοςbelonging to the same columnmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συστοιχία — η, ΝΜΑ, και συστοιχεία Α [σύστοιχος] η ιδιότητα τού σύστοιχου, το να είναι κάτι σύστοιχο προς κάτι άλλο νεοελλ. 1. σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων παράλληλα ή κατά ζεύγη («συστοιχία πυροβόλων») 2. γραμμ. το να προέρχεται κάτι από την ίδια… … Dictionary of Greek
φρενικοεξαίρεση — η, Ν ιατρ. εκτομή τού φρενικού νεύρου που εφαρμοζόταν κατά την πριν από τη χρήση αντιβιοτικών εποχή σε περιπτώσεις πνευμονικής φυματίωσης, με σκοπό την παράλυση και, συνεπώς, την άνωση τού σύστοιχου ημιδιαφράγματος, η οποία θα προκαλούσε σύμπτωση … Dictionary of Greek
φρενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρένες 2. αυτός που έχει φρενοπάθεια 3. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα 4. φρ. α) «φρενική νόσος» ιατρ. φρενοπάθεια β) «φρενικό νεύρο» ανατ. κλάδος τού αυχενικού πλέγματος, κυρίως… … Dictionary of Greek